ῆρος

ῆρος
ἀορτήρ, ῆρος (ἀείρω): baldric, belt, usually for the ἄορ, and the same as τελαμών (see cut), Od. 11.609; ‘strap’ for a wallet, Od. 13.438; what the ‘suspenders’ were in Il. 11.31 is not perfectly clear.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… …   Dictionary of Greek

  • ἦρος — ἀρόω plough imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἔαρ spring neut gen sg ἦρος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσ(σ)ηρος — και κίσηρας, ὁ (Μ) [κίσηρις] (ενν. λίθος) η κίσηρη …   Dictionary of Greek

  • αγωνοθετήρ — ( ήρος), ο ο αγωνοθέτης …   Dictionary of Greek

  • αρμοσφιγκτήρ — ( ήρος) και σφίχτης, ο ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη συγκολλημένων ξύλων, νταβίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρμός + σφιγκτήρ (< σφίγγω)] …   Dictionary of Greek

  • πανοπτήρ — ῆρος, ό, Μ πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀπτήρ (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ οπτήρ] …   Dictionary of Greek

  • πανσώτηρ — ηρος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που σώζει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σωτήρ] …   Dictionary of Greek

  • παραινετήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. άτομο που εκφέρει γνώμη για ένα ζήτημα ή άτομο που δίνει συμβουλές 2. αυτός που ενθαρύνει, που εμψυχώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραινῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. διαιρε τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • παρευναστήρ — ῆρος, ό Α 1. αυτός που κοιμάται κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρευνάζομαι + επίθημα τήρ (πρβλ. κατευνασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • πελλαντήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που αρμέγει σε πέλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελλαίνω (πρβλ. υγραν τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”